αγχιπλοΐα

αγχιπλοΐα
η [αγχίπλους]
παλιός ναυτικός όρος για τη μικρή ακτοπλοΐα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγχίπλους — ἀγχίπλους, ουν και ασυναίρετο ἀγχίπλοος οον (Α) αυτός που διαπλέεται εύκολα, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + πλοῦς. ΠΑΡ. ἀγχιπλοΐα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”